εἰσαγγελίαν

εἰσαγγελίαν
εἰσαγγελίᾱν , εἰσαγγελία
information
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αποδίδω — κ. δίνω (AM ἀποδίδωμι, Μ κ. ἀποδίδω) 1. δίνω πίσω, επιστρέφω 2. παραχωρώ σε κάποιον κάτι, του επιτρέπω να κάνει κάτι 3. παραδίνω την ψυχή, πεθαίνω 4. εκτελώ εργασία κατά τρόπο ικανοποιητικό 5. (για κτήμα ή επιχείρηση) αποφέρω κέρδος, παράγω 6.… …   Dictionary of Greek

  • υπαναγιγνώσκω — ΜΑ [ἀναγιγνώσκω] αναγιγνώσκω ενώπιον άλλων ή δημοσίως μσν. διαβάζω καθώς βρίσκομαι από κάτω αρχ. διαβάζω κάτι εισαγωγικώς («ὑπαναγιγνώσκειν τὴν εἰσαγγελίαν», Υπερείδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”